- αγηρως
- ἀγήρωςстяж. к ἀγήραος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αγήρως — ἀγήρως, ων (Α) [γῆρας] αυτός που δεν γερνά, αγέραστος, άφθαρτος, αιώνιος, αθάνατος … Dictionary of Greek
ἀγήρως — ἀγήραος ageless adverbial (epic) ἀγήραος ageless masc/fem acc pl (epic doric) ἀγήραος ageless masc/fem gen sg (attic) ἀγήραος ageless masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγήραος — ἀγήραος, ον (Α) ασυναίρ. τ. τού ἀγήρως* … Dictionary of Greek